ενδομορφία

ενδομορφία
η , ενδομορφισμός ο геол эндоморфизм

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "ενδομορφία" в других словарях:

  • ενδομορφισμός ή ενδομορφία — Όρος της ορυκτολογίας που αναφέρεται στη διαφορά της σύστασης που παρατηρείται σε ενδογενές ή μαγματογενές πέτρωμα, κατά την επαφή του με άλλο πέτρωμα το οποίο διασχίζει. Το τελευταίο αυτό επηρεάζει τη σύσταση του μαγματογενούς πετρώματος, γιατί …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»